στενότερος

στενότερος
στενός
narrow
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • εθνικότητα — Η ιδιότητα εκείνου που ανήκει σε κάποιο έθνος ή κατάγεται από κάποιο έθνος· εθνική ομάδα που ζει σε ξένη επικράτεια. Πολλοί ταυτίζουν τον όρο ε. με την ιθαγένεια (βλ. λ.) και την υπηκοότητα. Πραγματικά, στα περισσότερα σημεία τους και οι τρεις… …   Dictionary of Greek

  • εξωνάρθηκας — Ο πρόναος των πρωτοβυζαντινών ναών, που χτιζόταν κατά μήκος της δυτικής πλευράς τους. Ήταν στενότερος του εσωνάρθηκα και αποτελούσε τον χώρο ταφής των ανώτερων αξιωματούχων του κράτους. Περίφημος ε. ήταν εκείνος της Αγίας Σοφίας. * * * και… …   Dictionary of Greek

  • επιστενούμαι — ἐπιστενοῡμαι, όομαι (Μ) [επίστενος] στενεύω όσο προχωράω, γίνομαι στενότερος προς το βάθος («ἐπιστενουμένου τοῡ Ἀδριατικοῡ πελάγους») …   Dictionary of Greek

  • πάροδος — (I) η, ΝΜΑ 1. η αφηρημένη έννοια τού παρέρχομαι, η παρέλευση, το πέρασμα (α. «η πάροδος τού κινδύνου» β. «πάροδος τού χρόνου», Πορφ.) 2. στενή οδός, δίοδος, διάβαση, διέλευση, μονοπάτι (α. «υπάρχει πάροδος ανάμεσα στα δύο βουνά» β. «ἡγούμενοι διά …   Dictionary of Greek

  • παρανάρθηξ — ηκος, ὁ, Μ ο πρόναος τών ναών, στενότερος από τον εσωνάρθηκα, στην ανατολική πτέρυγα τού αίθριου, ο εξωνάρθηκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νάρθηξ] …   Dictionary of Greek

  • σκεπτικισμός — (και κατά τους αρχαίους Έλληνες απλώς σκέψις). Η σκεπτική σχολή, που ιδρύθηκε από τον Πύρρωνα τον Ηλείο τον 4o αι. π.Χ., είναι μια από τις σημαντικότερες τάσεις της ελληνιστικής φιλοσοφίας, μαζί με τον επικουρισμό και το στωικισμό. Σκέψη, στην… …   Dictionary of Greek

  • στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

  • Αμέντι και Αμένθης — Στην αιγυπτιακή μυθολογία ήταν η χώρα της Δύσης, ο τόπος όπου κατέληγαν οι νεκροί. Για να ξαναζήσει ο νεκρός, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι διατηρούσαν τη μούμια μέσα στον τάφο, πιστεύοντας ότι γίνεται επιφοίτηση του διπλού (Κα = ακριβές ομοίωμα του… …   Dictionary of Greek

  • Γιαννακόπουλος, Χρήστος — (1909 – 1963). Θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε με διάφορους συγγραφείς και ανέβασε πολλές επιθεωρήσεις και οπερέτες. Στενότερος συνεργάτης του υπήρξε ο Αλέκος Σακελλάριος. Μαζί έγραψαν πλήθος επιθεωρήσεων και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”